- ὕδρωψ
- ὕδρωψ, ωπος, ὁ, (1) Wassersucht; (2) jede unreine Flüssigkeit; (3) der Wassersüchtige
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ὕδρωψ — dropsy masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδρωψ — ωπος, ὁ, ΜΑ βλ. ύδρωπας … Dictionary of Greek
ὑδρώπων — ὕδρωψ dropsy masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδρωπα — ὕδρωψ dropsy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδρωπας — ὕδρωψ dropsy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδρωπες — ὕδρωψ dropsy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδρωπι — ὕδρωψ dropsy masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδρωπος — ὕδρωψ dropsy masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδρωψι — ὕδρωψ dropsy masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδρωπας — ο / ὕδρωψ, ωπος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. ύδρωψ Ν, και τ. ὑδρῶψ Α ιατρ. μη φυσιολογική συλλογή ορώδους υγρού σε κοιλότητες ή σε κοίλα όργανα τού σώματος ή στους διάμεσους ιστούς και, σπανιότερα, ακόμη και στον ενδοκυττάριο χώρο, οφειλόμενη σε γενική… … Dictionary of Greek
индрик-зверь — сказочный зверь в устн. народн. творчестве, мать всех зверей , Голуб. Кн.; также Вындрик, Индрок. Восходит к русск. цслав., др. русск. инърогъ, инорогъ единорог (Книга Иова, 1394 г.), калька греч. μονόκερως; см. Ягич, AfslPh I, 88; Соболевский,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера